πτηνοτροφείο

πτηνοτροφείο
το, Ν
εγκατάσταση, όπου γίνεται μεθοδική εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. πτηνοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πτηνοτροφείο — το τόπος και εγκαταστάσεις όπου τρέφονται πτηνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορνιθοβοσκείον — ὀρνιθοβοσκεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου εκτρέφονται πτηνά, πτηνοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + βοσκεῖον (< βοσκός)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοκομείο — το (ΑΜ ὀρνιθοκομεῑον) [ορνιθοκόμος] νεοελλ. τόπος όπου γίνεται, συστηματική εκτροφή πουλερικών, πτηνοτροφείο μσν. αρχ. τόπος όπου εκτρέφονται και διατηρούνται πτηνά …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτροφείο — το (Α ὀρνιθοτροφεῑον) [ορνιθοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται όρνιθες|| νεοελλ. χώρος ή κτήριο το οποίο προορίζεται για την εγκατάσταση και την εκτροφή πουλερικών σε μεγάλη κλίμακα, πτηνοτροφείο …   Dictionary of Greek

  • τοκαδεία — ἡ, Α [τοκάς, άδος] αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”